- αμπογιάντιστος
- -η, -οάβαφος: Το σπίτι είχε μείνει αρκετά χρόνια αμπογιάντιστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγυάλιστος — η, ο 1. αυτός που δε γυαλίστηκε, ο θαμπός ή σκουριασμένος: Άφησες τα μπρούντζα αγυάλιστα. 2. ακαθάριστος, αμπογιάντιστος: Ξέχασες τα παπούτσια σου αγυάλιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)